εριστικος

εριστικος
    ἐριστικός
    3
    склонный к препирательствам, любящий повздорить
    

οἱ ἐριστικοὴ συλλογισμοί Isocr., Plat., Arst., Plut. — обманчивые умозаключения, пустые препирательства;

    παιδιαὴ ἐριστικαί Arst. — словесные диспуты, словопрения


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εριστικος" в других словарях:

  • ἐριστικός — eager for strife masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εριστικός — ή, ό (AM ἐριστικός, ή, όν) [ερίζω] 1. αυτός που αγαπά τις έριδες, τις φιλονεικίες 2. αυτός που προκαλεί έριδες, διαφωνίες, συζητήσεις, λογομαχίες («τὰς παιδιὰς ἡδείας εἶναι τὰς ἐριστικὰς», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που αγαπά τις μάχες, ο φιλόμαχος …   Dictionary of Greek

  • εριστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει διάθεση και τάση για καβγά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐριστικά — ἐριστικός eager for strife neut nom/voc/acc pl ἐριστικά̱ , ἐριστικός eager for strife fem nom/voc/acc dual ἐριστικά̱ , ἐριστικός eager for strife fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριστικώτερον — ἐριστικός eager for strife adverbial comp ἐριστικός eager for strife masc acc comp sg ἐριστικός eager for strife neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑριστικός — ἐριστικός , ἐριστικός eager for strife masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριστικωτέρων — ἐριστικός eager for strife fem gen comp pl ἐριστικός eager for strife masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριστικῶν — ἐριστικός eager for strife fem gen pl ἐριστικός eager for strife masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριστικόν — ἐριστικός eager for strife masc acc sg ἐριστικός eager for strife neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριστικαῖς — ἐριστικός eager for strife fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριστικαί — ἐριστικός eager for strife fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»